κοτσανιάζω

κοτσανιάζω
δένω φύλλα ή καρπούς από τα κοτσάνια τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοτσανιάζω — [κοτσάνι] (σχετικά με φύλλα καπνού) δένω από τα κοτσάνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”